Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάρτιστοι δή

См. также в других словарях:

  • κάρτιστοι — κάρτιστος masc nom/voc pl κράτιστος strongest masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχθόνιος — α, ο (AM ἐπιχθόνιος, ον και ος, α, ον) επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν») αρχ. μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοι οι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»